- παγοπληξία
- frostbite
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
παγοπληξία — η (Α παγοπληξία) σύνολο νοσηρών συμπτωμάτων που προκαλείται στον οργανισμό υπό την επίδραση τού πάγου ή γενικά τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πληξία (< πληκτος < πλήττω), πρβλ. θερμο πληξία] … Dictionary of Greek
παγοπληξίαν — παγοπληξίᾱν , παγοπληξία frostbite fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)